Σιάτλ

Σιάτλ
(Seattle). Πόλη (516 259 κάτ.) των βορειοδυτικών ΗΠΑ, στην ομόσπονδη Πολιτεία Ουάσινγκτον, της οποίας είναι το σημαντικότερο και πολυανθρωπότερο κέντρο, αν και δεν είναι πρωτεύουσα της. Βρίσκεται σε λοφώδη περιοχή μεταξύ της λίμνης Ουάσινγκτον στα Α και του Στενού Πάτζετ στα Δ, ενός μακρού οδοντωτού μυχού που αποτελεί προέκταση προς τα Ν του Στενού της Γεωργίας. Η πόλη, που ιδρύθηκε το 1852, κατοικήθηκε αρχικά από ξυλοκόπους και έμπορους ξυλείας, ωσότου η κατασκευή, το 1884, του πρώτου σιδηρόδρομου συντέλεσε στην ανάπτυξη της, που έλαβε νέα ώθηση από την άφιξη χρυσοθήρων (gold rush) στην Αλάσκα το 1897. Η επέκταση της υπήρξε ταχύτατη, παρόλες τις σοβαρές κρίσεις και την πυρκαγιά του 1889, έτσι που η Σ. αναφέρεται μεταξύ των τυπικότερων boom towns της Αμερικής· ένα τελευταίο βήμα προς τα εμπρός έγινε κατά το B’ Παγκόσμιο πόλεμο όταν ιδρύθηκαν ναυπηγεία και επιβλητικά εργοστάσια αεροπλάνων. Σήμερα η Σ. είναι μεγάλο βιομηχανικό κέντρο (τομείς χαλυβουργίας, μεταλλουργίας, μεταλλομηχανουργίας, αεροπλάνων, ειδών διατροφής και ναυπηγείων), αξιόλογη βάση αλιείας και σημαντικό εμπορικό και λιμενικό κέντρο με ζωηρή εξαγωγική (ξυλεία, δέρματα, ψάρια, φρούτα και άλλα είδη διατροφής) και εισαγωγική (πετρέλαιο, κοκοφοινικέλαιο, τσάι, καφές, βαμβάκι, μετάξι, έρια, γιούτα και διάφορα ορυκτά) διακίνηση, στη συμβολή μεγάλων οδικών και σιδηροδρομικών αρτηριών. Είναι έδρα του πανεπιστήμιου της Πολιτείας Ουάσινγκτον, του πανεπιστήμιου του Σ. και πολυάριθμων άλλων εκπαιδευτικών και πνευματικών ιδρυμάτων. Το φημισμένο Space Needle στο Σιάτλ (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Τόμπι, Μαρκ — (Tobey, Σέντερβιλ, Ουισκόνσιν 1890 – Βασιλεία 1976). Αμερικανός ζωγράφος. Άρχισε να εργάζεται στη Νέα Yόρκη ως σχεδιαστής σε οίκους μόδας και ως προσωπογράφος. Το 1922 εγκαταστάθηκε στο Σιάτλ, όπου δίδαξε τέχνη στο Cornish School και από όπου… …   Dictionary of Greek

  • ναυπηγείο — Κάθε συγκρότημα που κατασκευάζει, εξοπλίζει, επισκευάζει ή μετασκευάζει εμπορικά ή πολεμικά πλοία. Εκτός από τις κλίνες ή τις δεξαμενές, όπου κατασκευάζεται το σκάφος, το ν. περιλαμβάνει κυρίως ένα τεχνικό γραφείο που σχεδιάζει το πλοίο… …   Dictionary of Greek

  • Γιαμασάκι, Μινόρου — (Minoru Yamasaki, Σιάτλ 1912 – 1986). Αμερικανός αρχιτέκτονας, ιαπωνικής καταγωγής. Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, εργάστηκε σε μερικά από τα μεγαλύτερα γραφεία αρχιτεκτονικών μελετών των ΗΠΑ (Χάρισον, Φουόχουξ και Αμπράμοβιτς) όπου διαμόρφωσε… …   Dictionary of Greek

  • Γκέιτς, Μπιλ — (William «Bill» Gates,Σιάτλ 1955 –). Αμερικανός ερευνητής τεχνολογίας και επιχειρηματίας. Ο Γ. υπήρξε συνιδρυτής, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Microsoft, μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής λογισμικού υπολογιστών. Σε… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρονική — Κλάδος της σύγχρονης επιστήμης. Απαρτίζεται από σύνολο μελετών και εφαρμογών που αφορούν την πραγματοποίηση και τη λειτουργία κυκλωμάτων με καθορισμένες ιδιότητες σε συσχετισμό με ηλεκτρικά ή μαγνητικά σήματα που εισάγονται σε αυτά. Για τον… …   Dictionary of Greek

  • Λόφτους, Ελίζαμπεθ — (Elizabeth Loftus, Λος Άντζελες, Καλιφόρνια 1944 –). Αμερικανίδα ψυχολόγος και πανεπιστημιακός. Το 1966 αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες (UCLA) με πτυχίο μαθηματικών και ψυχολογίας, ενώ το 1970 έλαβε διδακτορικό… …   Dictionary of Greek

  • Μακ Κάρθι, Μέρι — (Mary MacCarthy, Σιάτλ, Ουάσινγκτον 1912 – 1989). Αμερικανίδα συγγραφέας. Αποφοίτησε από το κολέγιο Vassar και σύντομα άρχισε να γράφει στα περιοδικά The Nation και New Republic. Αργότερα ασχολήθηκε με την κριτική στο Partisan Review. Στα δοκίμιά …   Dictionary of Greek

  • Μωάμεθ — (αραβ. Μουχάματ, Μέκκα περ. 570 – Μεδίνα 632). Προφήτης και ιδρυτής του Ισλαμισμού. Για τη ζωή του Μ. η μόνη ασφαλής πηγή είναι το Κοράνιο, το οποίο όμως περιέχει ελάχιστο βιογραφικό υλικό. Ακολουθεί η Σίρα ή «Υποδειγματική ζωή» του προφήτη, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”